- Ζηνοδότειος
- -α, -ο (AM Ζηνοδότειος, -α, -ον) [Ζηνόδοτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεγάλο γραμματικό Ζηνόδοτο ή αυτός που ακολουθεί τις απόψεις τού Ζηνοδότου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζηνοδότειος — of the School of Zenodotus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδότειον — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus masc acc sg Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδοτείοις — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδοτείου — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδοτείῳ — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδότεια — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζηνοδότειοι — Ζηνοδότειος of the School of Zenodotus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)